- κολλωδης
- κολλώδηςκολλ-ώδης21) клейкий, вязкий
(λιπαρὸς καὴ κ. Plat., Plut.)
2) выделяющий камедь, смолистый(δένδρα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λιπαρὸς καὴ κ. Plat., Plut.)
(δένδρα Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολλώδης — glutinous masc/fem acc pl (attic epic doric) κολλώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κολλώδης glutinous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδης — ες (AM κολλώδης, ῶδες) [κόλλα] αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κολλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, όμοιος με κόλλα, γλοιώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώδει — κολλώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολλώδης glutinous masc/fem/neut dat sg κολλώδεϊ , κολλώδης glutinous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδη — κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολλώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολλώδης glutinous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδεστάτων — κολλώδης glutinous fem gen superl pl κολλώδης glutinous masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδεστέρων — κολλώδης glutinous fem gen comp pl κολλώδης glutinous masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδέστατον — κολλώδης glutinous masc acc superl sg κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδεα — κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κολλώδης glutinous masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώδεις — κολλώδης glutinous masc/fem acc pl κολλώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλωδεστάτου — κολλώδης glutinous masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)