κολλωδης

κολλωδης
    κολλώδης
    κολλ-ώδης
    2
    1) клейкий, вязкий
    

(λιπαρὸς καὴ κ. Plat., Plut.)

    2) выделяющий камедь, смолистый
    

(δένδρα Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κολλωδης" в других словарях:

  • κολλώδης — glutinous masc/fem acc pl (attic epic doric) κολλώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κολλώδης glutinous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλώδης — ες (AM κολλώδης, ῶδες) [κόλλα] αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κολλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, όμοιος με κόλλα, γλοιώδης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλώδει — κολλώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κολλώδης glutinous masc/fem/neut dat sg κολλώδεϊ , κολλώδης glutinous dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλώδη — κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κολλώδης glutinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κολλώδης glutinous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλωδεστάτων — κολλώδης glutinous fem gen superl pl κολλώδης glutinous masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλωδεστέρων — κολλώδης glutinous fem gen comp pl κολλώδης glutinous masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλωδέστατον — κολλώδης glutinous masc acc superl sg κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλώδεα — κολλώδης glutinous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κολλώδης glutinous masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλώδεις — κολλώδης glutinous masc/fem acc pl κολλώδης glutinous masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλωδεστάτου — κολλώδης glutinous masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»